Ποιειν Και Πραττειν - create and do

Poems in Greek and English

ΔΕΙΠΝΟ ΜΕ ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ

 

 

Θα αστράψουνε τα ψέματα μια μέρα

σαν πατημένες παπαρούνες

και πια δε θα’ναι ψέματα,

μονάχα πατημένες παπαρούνες που αστράφτουν.

 

Την δροσιά τους να πίνεις τότε να με θυμάσαι

με περιδέραιο κόκκινο θα εμφανισθώ το Πάσχα

και δεν θα είμαι χλωμή

με τόσες ανοιχτές πληγές,  με τόσα χρώματα

και ένα κύμα κάτω απ’ τη μασχάλη

πώς σε ταξίδευε στο κοίλωμά του

σερφάρει ο έρωτας ανατριχιάζει

το τρυφερό πούπουλο κοντά στο σώμα

το βράδυ όταν σβήνει το λυσσασμένο βλέμμα των δέντρων

σβήνουν τα πελέκια ποτισμένα στο κόκκινο

ανάμεσα στα δάκτυλα λειαίνεται ο ήλιος

σταγόνα

θα με γνωρίσεις γιατί εκείνο το βράδυ όλοι θα δειπνούν μαζί

κι ο καθένας με τα μάτια στυλωμένα στην πληγή

δειλινό κυματοθραύστης

τα κύματα ψηλά έτσι όπως πέφτουνε στα όνειρα

θα λύσεις τότε τον κόμπο του ζυγού να πιω

την στιγμή πριν την πλημμύρα

να προσεύχεσαι εκείνη η στιγμή να κρατήσει

όσο το φεγγάρι

να μάθουμε τα απλά περάσματα και το δρόμο

από το δικό μου σπίτι ως το δικό σου

τα λόγια σου να είναι το νήμα

να στροβιλίζεται να ξεχειλίζει ο αστερισμός

όπως η ποίησή σου εκείνη τη νύχτα

να είμαι μαζί σου

όπως είναι μαζί το ξύλο με τη φωτιά

 

μόνο όσο το πρώτο φιλί

 

δε θα αντέξουμε

 

θα κλαίνε κι αυτοί που θα δειπνούν τριγύρω

και τα μάτια τους θα πλημμυρίσουν με τα ψηλά κύματα.

 

Τότε θα σου πω: «Κοίτα τι γαλάζιο, κοίτα τι άσπρο έβγαλε σήμερα η θάλασσα.»

 

ΕΛΛΗΝΙΚΈΣ ΕΞΙΣΏΣΕΙΣ

 

1. Μάθημα

 

Το ένα του μάτι με μαθαίνει

πώς

να μην αντιστοιχώ

στην συγκεκριμένη ερώτηση

 

η απάντηση είναι άλλη

 

στα μάτια του δεν ήταν

που μαθήτευσαν

ολόκληρες στρατιές πυγολαμπίδων

ανυποψίαστες για τούτη τη στιγμή;

2. Διαβολεμένη ισορροπία

 

Οι αλυσίδες των ατέλειωτων λεπτομερειών

 

………………………………..........................

 

τον φυλάκισαν ανάμεσα

 

σε δύο κόσμους αδιευκρίνιστους

3. Χωρίς αμοιβή

Στο μέτωπο του στάθηκα

σαν νυχτοφύλακας χωρίς αμοιβή

 

(όπως εκείνοι που μαζεύουν τα πουλιά

μην τυχόν και μιλήσουν)

 

 

 

 

 

 

 

4. Τρία πουλιά

 

“Ξερίζωσε από τον εαυτό σου τις ενοχές για να ζυγίζεις

μονάχα τόσο όσο αναλογεί

εσένα και τον θρήνο σου σ’αυτόν τον κόσμο

- μια χούφτα στάρι μόνο για σήμερα και μόνο για τρία πουλιά”

 

“Ανοησίες κάθεσαι και αραδιάζεις”–  λέει ένα άλλο, τέταρτο πουλί

(από που ήρθε;)

και ραμφίζει και τα δυο μου μάτια

 

“Δε φταίω, που σκεφτόμουν τον κόσμο σαν να ’ταν πουλιά” – φώναξα

 

“Ξερίζωσε από τον εαυτό σου τότε και τα πουλιά,

για να ζυγίζεις μονάχα τόσο όσο αναλογεί

εσένα και τον θρήνο σου σ’ αυτόν τον κόσμο

 

“...”

 

 

 

5. Παραμύθι

Μέσα από τον διάφανο ώμο σου

το Μικρό όνειρο έλεγε στο Μεγάλο όνειρο

το παραμύθι για τον σπόρο- καθρέφτη:

«Από την μικρή σκιά θα με αναγνωρίσεις...»

 

Ύστερα κάποια λάμπα ούρλιαξε

στον σκοτεινό θάλαμο του ύπνου

Μετάφραση από βουλγαρικά:  Δημήτρης Άλλος ,Γιάννα Μπούκοβα

ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΣΤΡΕΣ

Σ’ εκείνο το δωμάτιο με τις πολλές γυναίκες: η μάνα του η γυναίκα του οι μάνες του οι γυναίκες του,

στο χαρέμι με τους κίτρινους τοίχους και τα λευκά τσεμπέρια στα κεφάλια

σαν το ζυμάρι να φουσκώνουν τα κορμιά

 

ανασταινόταν στις καρδιές και μες στη ζύμη τους σε κάθε αγκομαχητό των δακρύων

άνθιζε εκείνος μ’ ένα στεφάνι από κυκλάμινα

-         θυμήσου του λουλούδι στην ασπρισμένη μάντρα της Σερίφου.

 

Αχ, πιείτε κρασί τον μαύρο σπόρο καταπιείτε ανακατέψτε τη φωτιά ξεριζώστε

τον ήλιο περάστε γιορντάνι το σπέρμα του χορέψτε ανεμίζοντας το σεντόνι με το αίμα του δειλινού να κλαιν τα’ ανύπαντρα κορίτσια, οι γυναίκες.

 

Αχ, πώς μας κοιτάει ο πετεινός, τυφλός από την περασμένη άνοιξη.

 

Ακόμα προσπαθεί, ο έρημος, να δει το μαχαίρι.

 

Αχ, γιατί είναι τόσο πράσινη η χλόη…

 

…με τις γυναίκες να μείνω στον ουρανό στο άσπρο ρούχο τους να σφουγγίσω το στόμα μου το λερωμένο απ’ τα βατόμουρα.


ΤΡΙΣΔΙΑΣΤΑΤΟΣ ΑΝΕΜΟΣ

Προτού παγώσει

το σύμβολο στο καλούπι

προτού ξεραθεί

ο ήλιος στον ουρανό

(μελάνι στα μάτια)

προτού σαλπάρει με το καράβι

το χαμόγελο του εμπορικού στόλου ‘‘Αλίκη’’,

αχ γλυκό όνειρό μου!

Προτού ξεχάσω για ποιο πράγμα μιλάω

ή ακριβώς αυτή τη στιγμή

που κάποιος φεύγει

σαν να επιστρέφει

καταλαβαίνεις ότι είδες κάτι

που δεν παίρνει γιατρειά

όπως ο ούριος άνεμος δεν έχει σταματημό.


ΚΛΕΙΔΙΑ

1.

Το κλειδί παρατημένο στο τραπέζι

το τραπεζομάντιλο που άρπαξε φωτιά στην άκρη του

όπως το χαμόγελο της γειτόνισσας

που τράβηξε την κουρτίνα

κι άστραψε

το χρυσό της δόντι.

 

2.

Κι αν δεν μπορώ να γράψω

για εκείνα τα τοπία – λέει

είναι γιατί

μια μέλισσα ζουζουνίζει ασταμάτητα

δίπλα στ’ αυτί της βασίλισσας

στο τέλος της σκακιέρας

 

… ένα κλειδί στην κορύφωση της αντιπαράθεσης.

 

3.

Τι να το κάνω ετούτο

το όμορφο κλειδί;


ΧΕΙΜΕΡΙΝΗ ΣΟΦΙΑ

Χιόνι, ύπνος και πέτρα.

Στο δρόμο – τρύπες προς τον Άδη,

στον ουρανό δίοδοι προς τον Παράδεισο.

Και δεν ξέρεις αν συνάντησες ψυχή

που να μύριζε σαν κρέας.


ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ

Με κίβδηλα πουλιά και πλαστικά

πρόσωπα

η πρώτη στάση του Άτλαντά μας –

Τα χείλη μου – αεροδρόμιο ακατάλληλο για προσγειώσεις

για αεροπλάνα (παγωτά).


ΠΟΥΛΙ Ή ΓΕΡΟΣ

 

Ήρθε με μια τσάντα γεμάτη ομίχλες. Πούπουλα σκέπαζαν το πρόσωπό του ως τα μάτι. «Πουλί ή γέρος» θα πει ο κόσμος, αλλά ήταν άντρας.

Όταν τον φίλησα τα πούπουλα στο πρόσωπό του άρχισαν να τρέχουν όπως τα χιόνι από την κορυφή του βουνού. Στις κοιλάδες αριστερά και δεξιά από τη μύτη του, βράχος απ’ όπου ανεξέλεγκτα πηδούσαν οι ερωτικές του σκέψεις, κρέμονταν δύο λίμνες: η μία πιο χαμηλά απ’ την άλλη.

Ήταν πολύ αργά να ξεφύγω από την επιθυμία του να κρύψει το πρόσωπό του στο δικό μου. Με φιλούσε.

Ύστερα έμεινε να περιμένει δίπλα στην πόρτα καθώς έμπαινα στην αίθουσα κινηματογράφου κάποιου καταφυγίου. Όταν ξύπνησα και ζήτησα να δω πόσο όμορφος ήταν, να επιστρέψω και να του ρίξω μια ματιά στην πόρτα… είδα την ομορφιά, που την καταδίωκαν ένα πουλί κι ένας γέρος, είδα την ομορφιά, που πάνω της φύτρωναν πουλιά και γέροι.

 

 

Μετάφραση από βουλγαρικά Panos Stathogiannis

 

 

 

 

 

 

Supper with poppies

 

one day lies will sparkle

like crushed puppies

and they won’t be lies

just crushed poppies sparkling.

 

Drink their pink colour and think of me

with a red necklace on Easter Day I’ll come

and I won’t be pale

with all these wounds open, with all these colours flowering on the skin

and a wave under the armpit

carrying you in its hollow

love slips in

aroused the tender down close to the body

at sunset when the predatory glance of the trees dies

the axes painted in red die

between the fingers a sun shines

 

a drop

 

you are going to recognize me because that evening

we shall all dine together

each one fixing the wound

a sunset wave-breaker

waves high as they fall in dreams

then you will loosen your fists that I may drink

this very instant

before the deluge

pray that this instant lasts

as long as the moon lasts

so that we may know the simple entries the way

from your house to my house

so that your words are the thread

that your story flows the constellation foams

like your poetry that night

that I may be with you

like the fire with the tree

just as much as a first kiss

impossible to hold

all those dining around the table will cry as well

and their eyes will overflow from the high waves

and then I’ll say to you

“Look at the skyblue, look at the sparkling white

that spring out of the sea today”.

 


The resurrection of colours

(from hope to the paintings of Anastasi)

 

Doubt-still down there in the gallery’s basement

Frozen with shame, his eyes devoured dusk until it went grey

It holds a tiny bone – painted like a candle

Hope, it said, is a mole

It doesn’t know if it digs upwards or downwards

 

The face of a saint, people thought and went to pray

In one of the cells next to Claustrophobia

 

Then someone screamed in the laboratory –

A herd of elk in a prehistoric cave

Cry of a newborn, trumpet of an inflamed angel

A blue bee explodes at the top of a kiss and opens up

A wound in the abyss –

The red face of Jesus

(Triumphant and suffering)

The face doesn’t play around with forms

Shameless sanctity of the world after the resurrection

A vision beyond the dice roll dialectics.

Down there colours don’t heal –

The greens of an immortal April

Don’t forget and don’t remember,

They mate: a musician, a deer, a chariot, suns, ovules, toads, in the shell

Of desire, fish carrying the genetic code of man,

Throne of hope in the valley of high winds,

Star tempests in the lemon fields,

Rams crowned with orange colours gallop

Crossing the electric gardens of chaos…without

Armour, without skin

Bodies, faces, desires, hair: a star fusion

 

Hope is there where you are mostly in danger, at the frontier of becoming,

Patience and audacity to grasp by liberating

The form which is being born a point that never ceases to flourish…

 

Somewhere, at the foot of the tops, even further down than the inconsolable blue

Repetition plays with an unknown touch, an all new memory.


The time remaining

Switch off the T.V., the radio, the computer, the newspapers

The fir, the series crime, the epidemic

The war stories, the rhetoric

The washing machine, the bedside light

Listen

To the bodies clocks: six billion time bombs

Are the only ones to savour the time remaining.

 

Paris

In Paris old people also

Have their downy beard.

In the underground as they stutter

A student’s dream

In their thoughts

(Accompanied by Derrida)

Compare their lives

Then right away their bread rots

Then their ombilical cord-

They hang it

Behind their ears

At every stop their wounds open:

Welcome that early, so fresh to our world!

 

In ribbons women swaddle

Always the same thought

They press their heart against it

In their coats

Where a garden grows

And in a bar at Montparnasse

With two trains they tie their waist.

 

The juniors: all sizes

Take their lives for a walk with a leash

In their sleep their dreams graze

In their navel little antennae aroused

Stumble over their childhood albums

Then suspicious go to collect

Diamonds in the East.

 

 

(translation from French by Katerina Anghelaki-Rooke)

^ Top

« Dostena Angelova-Lavergne | Brendan Kennelly »